- ευεπίβατος
- εὐεπίβατος, -ον (Α)1. αυτός τον οποίο μπορεί να ανεβεί κάποιος με ευχέρεια («εὐεπίβατος λόφος», Στράβ.)2. ο ευπρόσβλητος («ὅ, τι ἂν ἀσθενὲς ἴδωσι τῆς ψυχῆς καὶ... εὐεπίβατον», Λουκιαν.)3. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να διασχίσει, να διαβεί με ευκολία («εὐεπίβατος ἔρημος»)4. αυτός που είναι εύκολο να πραγματοποιηθεί, ο εφικτός5. ο προσιτός, ο ευκολοπλησίαστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επι-βατός (< επι-βαίνω)].
Dictionary of Greek. 2013.